ἀποτίθεται

ἀποτίθεται
ἀποτίθημι
put away
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • отълагатисѧ — ОТЪЛАГА|ТИСѦ (7*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отрекаться, отвергать: кдѣ ѹбо сѹ(т) нынѣ иже мнишьскѹю жизнь съ инѣми ап(с)лкѹю цр҃квь бж(с)твьныхъ предани˫а же и закона иконоборьци неч(с)тиво и неразѹмно ѿлагающе(с) и небрегуще. (ἀποβαλλόμενοι) ГА XIV1,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κυστόλιθος — ο βοτ. μεγάλη ενδοκυτταρική δομή που σχηματίζεται από διακλαδισμένη προβολή τού τοιχώματος στον εσωτερικό χώρο τού κυττάρου στην οποία αποτίθεται ανθρακικό ασβέστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystolith < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) +… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • σουβερίνη — η, Ν (βιοχ.) υδρόφοβη ουσία λιποειδικής φύσης, η οποία εκκρίνεται από τα φυτικά κύτταρα και αποτίθεται στα εσωτερικά κυτταρικά τοιχώματα, συντελώντας στη δημιουργία τού φελλού τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • τιλλίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) α) ασύνδετο χωρίς διαλογή υλικό από άργιλο, λίθους ενδιάμεσου μεγέθους ή μίγμα τους που αποτίθεται άμεσα από έναν παγετώνα και δεν παρουσιάζει στρώση, αλλ. αργιλολιθώνας β) ιζηματογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”